
Κάποτε είχε φτερά.
Πετούσε ελεύθερη ψηλά στα σύννεφα.
Με ακολουθούσε όπου κι αν πήγαινα.
Μου έστελνε στάλες βροχής ντυμένες με τα φιλιά της.
Διάβαινα άκαρδη την παραλία.
Η θάλασσα ξεσπούσε στα πόδια μου
κι ένα βουητό μ' ακολουθούσε.
Κάποτε την κάλεσα κοντά μου.
Μα δεν ερχόταν. Φοβότανε την μοναξιά.
Και τότε ανακάλυψα τον Θησαυρό μου.
Ξάπλωνε σε ένα απαλό βισσινί μαξιλάρι.
- Θες να κρατήσεις την καρδιά μου;
- Θέλω για πάντα.
Κι αυτή φτερούγησε, προσπέρασε τον γλάρο,
του χάρησε τα πουπουλένια φτερά
και τυλίχτηκε στην αγκαλιά του Θησαυρού μου.
Ένα λιοντάρι ήρθε.
Πήρε τον Θησαυρό στα δόντια του μαζί με την καρδιά μου.
Κι αυτή δραπέτευσε και κρύφτηκε ξανά.
Μα δεν τη βρίσκω αυτή τη φορά.
Τ' αηδόνι μου το είχε πει ψυθιριστά.
Αυτή τη φορά άλλαξε χρώμα η καρδιά.
Ολόλευκη έγινε σαν γάλα.
Κι αν θέλω να την έχω ξανά
τρυφερά κι απαλά να χορτάσω το γάλα από ψηλά.
Ψάχνω στάλες γάλα από τη θύμισή μου,
το γέλιο σου το φωτεινό,
Ένα σμαράγδι πέρα απ' τον ωκεανό,
μια τούφα χαίτη απ' τη ψυχή σου,
και φως απ' το τόξο την αυγή.
Θαναι η καρδιά ολόδικη μου, λευκή και δυνατή.