Τρίτη 28 Απριλίου 2009

Θέλω να γράψω απόψε...

... όπως λέμε... θέλω να πιω απόψε.....

Έφτιαξα αυτό το ιστολόγιο για να γράφω όμορφες σκέψεις....
Κάποτε περίεργες ή μελαγχολικές... μα κατά βάθος αισιόδοξες....

Απόψε γράφω.... επειδή θέλω κάποιον κοντά μου....
Λίγη κατανόηση.
Και δεν υπάρχει καλύτερος φίλος από τις λέξεις μας....
Μ' αρέσει να τις βλέπω να πληθαίνουν στην οθόνη....
Λατρεύω τον ήχο των δακτύλων μου στο πληκτρολόγιο....

Σαν ταγκό μου ακούγεται.....

Ένα αργό, ερωτικό ταγκό.

Γράφω απόψε,,,, σε μια φίλη ....

http://neraida-asteriou.blogspot.com

Έτσι είπε ότι την λένε.....

Και με ακούει.

Αυτή με ακούει. Δεν φέρνει αντιρρήσεις. Δεν γκρινιάζει....

Φωνάζω το όνομά της κι είναι εδώ.

Πατάω την Δημιουργία και με ακούει.....

Γράφω, γράφω, γράφω,,,, κι αυτή χαμογελάει....

Γλυκά... με αγκαλιάζει.....

Χάνομαι στην ύπαρξή της... ξεχνάω το όνομά μου.... γίνομαι εκείνη για λίγο....

Μ' αρέσει να είμαι εκείνη για λίγο.....

Αύριο, ίσως κάποιος διαβάσει τις λέξεις μου....

Σίγουρα θα σκέφτεται πως γράφω περίεργα...

Μπορεί να σκεφτεί ότι δεν είμαι καλά....

Μα δεν πειράζει......

Εγώ χορεύω στην αγκαλιά της.....

http://neraida-asteriou.blogspot.com

Έτσι είπε ότι την λένε.....

Κάλεσμα


Ένα κάλεσμα γλυκό.

Δελεαστικό.

Γεμάτο χρώματα.


Σε κάνει να ξεχνιέσαι για λίγο.

Η γλυκιά αύρα, το μοίρασμα , η αγκαλιά...

γίνονται μια θάλασσα που σε ταξιδεύει ανάλαφρα στο κύμα.


Μα η σφαίρα στην ψυχή λάμπει ακόμα πιο έντονα.


Ο δρόμος σου,

η πορεία,

η πύλη.


Μοναχική.

Στενή και δύσκολη.


Ένα δρομάκι που χωρά μόνο δυο πόδια.

Τα δικά σου.


Προχωράς μόνη.

Δημιουργείς μόνη.

Τη δική σου ζωή.

Τη μοναδική σου.


Η σφαίρα σε φωτίζει.


Και κάποτε φτάνεις στο τέρμα.


Μόνη, κουρασμένη κι ευτυχισμένη.


Πλήρης.


Με μια αγκαλιά γεμάτη τριαντάφυλλα και γιασεμιά.


Έλα.


Σου χαρίζω ένα ανθάκι γιασεμί.


Ποτισμένο με τα δάκρυά μου.


Δεν θα μαρανθεί ποτέ.


Κυριακή 26 Απριλίου 2009

Μου λείπεις

Εκείνες τις μέρες μου λείπεις πολύ.
Θέλω τόσο να σε δω, μα είναι αδύνατο…
Περιμένω να βραδιάσει
Και τότε….

Περπατώ γοργά, αμίλητος, με μόνο εσένα στο μυαλό μου.
Τα παπούτσια μου πετάνε σπίθες και κάποιες φορές τα στάχυα στις όχθες του πεζοδρομίου παίρνουν φωτιά. Κάποιοι περαστικοί που με βλέπουν να έρχομαι κατά πάνω τους σαν άμαξα που έχει εκτροχιαστεί, κάνουν πέρα πανικοβλημένοι. Άλλοτε δεν προλαβαίνουν και τους ποδοπατώ στο πέρασμά μου. Τα πόδια μου διαμαρτύρονται και θέλουν να μου δείξουν την αγανάκτησή τους. Καταλαβαίνω ότι ο πόνος πίσω από το γόνατο είναι η κραυγή τους.
«Σιγά! Μην βιάζεσαι! Τι το παλεύεις και πονάς και μας! »
Μα συνεχίζω με τον ίδιο ρυθμό χωρίς να τους δώσω σημασία. Το ξέρω ότι κάποτε θα με εκδικηθούν γι’ αυτό. Αλλά δεν με νοιάζει. Επιταχύνω το βάδισμά μου και σύντομα φτάνω στη θάλασσα. Εκείνη η μαγευτική απόκρυφη παραλία μοιάζει τόσο με εκείνη που είναι στα μέρη σου. Και τότε ρίχνω τους ρυθμούς μου. Τα πόδια μου με ευχαριστούν με ένα χαλαρωτικό μούδιασμα. Ξέρουν πια, ότι τώρα θα ξεκουραστούν. Για πολύ ώρα. Ξέρουν ότι δεν θα θέλω να φύγω από εδώ.
Ξαπλώνω, στην ίδια θέση, όπως πάντοτε, κάτω από το φοινικόδεντρο. Κλείνω τα μάτια και η μορφή σου είναι μπροστά μου. Ολοζώντανη. Είσαι τόσο όμορφη! Το φως από τη ματιά σου διώχνει το σκοτάδι. Το αχνό χαμόγελο σου με ηρεμεί. Και η αγάπη σου με τυλίγει. Είσαι ίδια σαν τότε. Σε κρατούσα αγκαλιά και κοιτάζαμε μαζί το φεγγάρι. Ίδιος αετός που ξεκουράζεται στην αγκαλιά της αγαπημένης του ήμουνα. Και εσύ αγέρωχη στην αγκαλιά μου φρόντιζες τις κουρασμένες φτερούγες μου.
Ανοίγω τα μάτια και κοιτάζω το φεγγάρι. Είναι πανσέληνος, είναι Αύγουστος σαν τότε. Σαν την τελευταία φορά που σε είδα.
Το φεγγάρι απόψε, βγήκε στον ουρανό για μας. Δυο πλάσματα το καρτερούνε κάθε χρόνο. Εγώ και εσύ. Το ξέρω ότι το κοιτάς και εσύ. Εκεί μακριά. Είσαι γονατιστή στην αμμουδιά και κοιτάς το φεγγάρι. Και βλέπεις μέσα του εμένα. Τα μάτια μου, το χαμόγελο, τα σγουρά μαλλιά μου.
Η νύχτα κυλά γοργά. Το φως της μέρας ξεπροβάλει και πάει να διώξει το φεγγάρι. Και μαζί του εσένα.
Τα πόδια μου άρχισαν πάλι να διαμαρτύρονται. Ένας πόνος στη γάμπα μου με ειδοποιεί ότι πρέπει να φύγω.
Κοιτώ το φεγγάρι που χάνεται και σου φωνάζω:
«Καληνύχτα αγάπη μου! Θα σε δω πάλι του χρόνου! »
Σηκώνομαι αργά, σαν μεθυσμένος μοιάζω. Περπατώ τον ίδιο δρόμο για το σπίτι. Καληνύχτα… θα σε δω πάλι του χρόνου….


Παρασκευή 24 Απριλίου 2009

Σκιές

Η νύχτα δεν έχει ούτε απόψε φεγγάρι.
Το σκοτάδι απλώνεται παντού κι αγκαλιάζει τα κορμιά μας.
Μια τέτοια νύχτα χάνονται οι σκιές μέσα στο άπειρο.
Ανύπαρκτες αιτίες στεναχώριας.
Φαντασιώσεις από έλλειψη φωτός κι αισιοδοξίας.
Κρυφές στιγμές αδράνειας.

Κοιτάω τον ουρανό που μοιάζει με τα μάτια μου.
Μόνο φως που καίει, το πάθος μου.
Αργοκυλάει στα μονοπάτια της ψυχής και της σιωπής μου.



Τρίτη 21 Απριλίου 2009

Αναγέννηση

Αναγέννηση της ψυχής συνοδευόμενη από την «αναγέννηση» του δωματίου, όπως είπε με την ναζιάρικη προφορά του ο μικρός του σπιτιού.
Το δωμάτιο ήταν το ίδιο εδώ και χρόνια. Ήταν αρμονικά τοποθετημένα τα έπιπλα, τα χρώματα, τα στολίδια.
Ένα δωμάτιο που κουβαλούσε όμως πολλά μέσα στα ερμάρια και στην καρδιά του. Αντικείμενα που βρήκαν τη θέση τους , όπως τα συναισθήματα που έχουν κάνει κατάληψη σε μια γωνιά της καρδιάς μας, κάθονται αναπαυτικά και δεν λένε να το κουνήσουν. Γιατί να μας κάνουν τη χάρη να το κουνήσουν άλλωστε; Είναι οι κυρίαρχοι του παιγνιδιού. Βρίσκουν τα αδύνατα σημεία μας και κτυπούν βάναυσα. Εμείς, έρμαια του συναισθηματισμού μας, γινόμαστε υπόδουλοι κάποιων συναισθημάτων που κάποτε νιώσαμε, κάποτε είχαμε ανάγκη, αλλά όχι ποια. Συναισθήματα που έχουν χάσει τον σύνδεσμο με το παρόν μας. Με τη σημερινή μορφή μας, τις σημερινές επιθυμίες μας. Τον νέο μας εαυτό.
Όπως εκείνοι οι πλαστικοί κύβοι , φτιαγμένοι για βρέφη. Όπως ακριβώς εκείνο το ξεχασμένο εκπαιδευτικό παιγνίδι που βοηθά τα παιδιά της προσχολικής ηλικίας να μάθουν να διαβάζουν.
Ποια είναι η θέση τους, στο δωμάτιο ενός 12χρονου που μόλις έχει εισέλθει στην εφηβεία; Που λατρεύει το ποδόσφαιρο, την μουσική, άρχισε να λούζεται τα αρώματα και στέκει αρκετές ώρες μπροστά στον καθρέφτη, φτιάχνοντας τα μαλλιά του που έχουν αποκτήσει ένα μοντέρνο κούρεμα;
Αναγέννηση λοιπόν.
Καιρός να αδειάσουν, τα ερμάρια, η καρδιά, τα μυαλά.
Για τα παιγνίδια είναι εύκολη υπόθεση. Μια ανοιχτή μαυροσακούλα τα υποδέχεται στην αγκαλιά της κρυφογελώντας ικανοποιημένη σαν γάτα που μόλις έχει καταβροχθίσει ένα νόστιμο ψάρι.
Μα για εκείνο το κρυφό συναίσθημα που έχει καταχωνιαστεί στα σπλάχνα της καρδιάς μας τι γίνεται; Δεν έχει πλέον υπόσταση, δεν υπάρχουν καν οι αναμνήσεις που το δημιούργησαν. Πως το ψαρεύεις; Πως θα βγει στην επιφάνεια. Ίσως με το δόλωμα της αναγέννησης.
Που είναι τρυφερό σαν ζυμαράκι και τόσο λαχταριστό. Της καινούργιας εικόνας, του καινούργιου χρώματος στον τοίχο.
Το απαλό μοβ στον τοίχο έχει πια ξεθωριάζει. Το φωτεινό ουρανί πήρε σειρά. Θα χορέψει πάνω στους τοίχους και μέσα στη ψυχή μας. Θα αγγίξει κάθε κομμάτι μας με την μαγεία του. Και θα αφήσει τη ζωντάνια του. Ότι είναι νεκρό θα φύγει. Θα πιαστεί στην βούρτσα και θα ξεπλυθεί στο νερό.
Κι ο τοίχος θα είναι πια ουρανής. Κι η καρδιά μας , θα γίνει σαν τον ουρανό του καλοκαιριού! Καταγάλανος, γεμάτος ελπίδα που μόνο ένας ήλιος αξίζει να τον στολίζει. Και το χαμόγελο λάμπει στα πρόσωπα.
Αναγέννηση λοιπόν! Πάρτε τις βούρτσες, μετακινήστε τα έπιπλα, δημιουργήστε ένα καινούργιο χώρο με τη φαντασία σας!
Καινούργιος, με νέα αύρα να σας κατακλύζει και να σας νανουρίζει.
Και τα όνειρα θα γίνουν πιο όμορφα, θα γαληνέψει η όψη. Θα φωτιστεί η ματιά.
Αναγέννηση του δωματίου!

Δευτέρα 20 Απριλίου 2009

Ελευθερία

Θέλει αρετή και τόλμη η ελευθερία.

Ελεύθερη. Αυτό ονειρευόμουν πάντα. Κύριος σκοπός της ύπαρξης μου.

Ονειρεύομαι πως είμαι νεράιδα. Τόσο ζωντανό είναι το όνειρο που δεν υπάρχει πια αμφιβολία.

Ανοίγω διάπλατα τα φτερά μου και πετάω στον ουρανό. Διασχίζω τα σύννεφα και φτάνω στο άστρο μου. Ένα μοναχικό άστρο, φτιαγμένο μόνο για μένα. Απόλυτη ελευθερία κίνησης, δράσης, σκέψης. Δεν υπάρχει κανείς εκεί να με εμποδίσει. Να μου χαλάσει τα όνειρα και τα κάστρα που φτιάχνω στην άμμο. Ναι! Το άστρο μου έχει θάλασσα. Μια θάλασσα μικρή σαν λιμνούλα.

Μα εδώ κάτω στη γη, η ελευθερία θέλει αρετή και τόλμη. Με αυτή ακριβώς τη σειρά, όπως το έγραψε ο σοφός ποιητής.

Μονίμως «ανάποδο πλάσμα», αναρχική, ασυμβίβαστη ύπαρξη απέκτησα την τόλμη πριν την αρετή. Κι αυτό ήταν δώρο και ανάθεμα. Φωτιά σε χέρια παιδικά.

Η ελευθερία δεν έλεγε να έρθει όσο κι αν την φώναξα. Ανέβηκα σε βράχους, ατένισα μακριά. Κολύμπησα σε ωκεανούς κι έκλαψα στο όνομά της. Και ξαναδιάβασα τα λόγια του ποιητή.

Αρετή.
Τόλμη.

Πήρα την Τόλμη από τα χέρια. Όμορφη, κοκκινομάλλα θεά με μέση λεπτή και πύρινα μαλλιά που καίνε. Κατέβηκα μαζί της στα έγκατα του νου, του αρχαίου ηφαιστείου. Της έδεσα τα χέρια με ρόδα, γιασεμιά. Κι αυτή με κοίταζε, βουβά.

Άνοιξα τις φτερούγες και βγήκα από εκεί. Γύρισα τη γη. Χάιδεψα τα ποτάμια και τις λιμνοθάλασσες. Μέσα απ’ τα σγουρά κλαδιά μιας λεμονιάς ανέτειλε η Αρετή και ζήτησε την Τόλμη.

Μα δεν την είχα πια. Κρύφτηκε κατάβαθα στο πάθος της καρδιάς μου.

Φώναξα δυνατά.

Κι η γη σείστηκε. Ξεχύθηκε η Τόλμη. Μέσα απ’ το βάθος των ματιών και τα καυτά φιλιά σου.

Ένα βράδυ χωρίς πανσέληνο

Την τύλιξα με μαύρο σελοφάν.
Για να την προστατέψω.
Να την κρύψω σε μια γωνιά
Να ναι μόνο δική μου.
Να μην μπορεί να τη βρει κανείς
Όσο κι αν ψάξει.
Μα της έλειψε ο ήλιος.
Δεν μπορούσε να ανθίσει.
Η ζεστασιά της μοναξιάς δεν της αρκούσε.
Διψούσε για ζωντανό φως.
Μα πώς να της το δώσω;
Πώς να σκίσω το μαύρο κάλυμμα;
Ακονίζω τα νύχια μου
Μαζεύω καυτά δάκρια
Σκληρά ουρλιαχτά.
Και ένα βράδυ σκοτεινό χωρίς πανσέληνο
Την ελευθερώνω.

Ήταν η καρδιά μου.


Πόλη

- Και τι κατάλαβες διαβάζοντας «Το Πέμπτο Βουνό»; Τρελός είναι αυτός ο Coelho!
- Εσύ τι ξέρεις από τη μαγεία της ζωής! Ασχολείσαι με τόσο πεζά καθημερινά πράγματα, απάντησα πειραγμένη.

Το σύμπαν λέει συνωμοτεί…. Έτσι ξεκίνησε η μέρα μου. Από μια μυστική συνομωσία του σύμπαντος που έριξε ψίχουλα λέξεων στο δρόμο μου και εγώ σαν πεινασμένο αρπακτικό τα μάζεψα και έθρεψα το νηστικό πνεύμα μου.

Τι κατάλαβα διαβάζοντας «Το Πέμπτο Βουνό»; Ούτε που θυμάμαι… Το μόνο που έχει μείνει χαραγμένο στη μνήμη μου είναι εκείνη η λάμψη που φώτισε τη ψυχή μου και έδιωξε το πένθος και την πίκρα μακριά. Δεν ξέρω πόσοι πιστεύουν σε Αγίους και Αγγέλους, μα εγώ εκείνο το βράδυ ένιωσα την παρουσία του Προφήτη Ηλία για ακόμα μια φορά να καταπραΰνει τον πόνο και να οδηγεί τα βήματά μου.

Ανέσυρα το βιβλίο από το χαμηλό ράφι της βιβλιοθήκης και άρχισα να το ξεφυλλίζω μαζί με τα φύλλα της αδύνατής μου μνήμης. Σύντομα συνειδητοποίησα πως ακόμα κι αν το ξαναδιάβαζα από την αρχή δεν θα ένιωθα το ίδιο.

Στάθηκα σε κάποιες υπογραμμισμένες φράσεις, ευχαριστημένη από την καινούργια μου συνήθεια να στολίζω με πολύχρωμες γραμμές τα βιβλία μου.

«Το πλήθος απομακρύνθηκε. Εκείνος δεν είχε δυνάμεις να σηκωθεί. Όταν κατάφερε να συνέλθει από την ντροπή, δεν ήταν πια ο ίδιος άνθρωπος. Δεν ήθελε μήτε να πεθάνει, αλλά μήτε και να συνεχίζει να ζει. Δεν ήθελε τίποτα. Δεν ένιωθε ούτε αγάπη ούτε μίσος ούτε πίστη».

«Εσύ μου είπες κάποτε πως όλες οι μάχες εξυπηρετούν κάποιο σκοπό, ακόμα κι εκείνες που χάνουμε».

«Δεν αρκεί να ελπίζουμε στο μέλλον, αλλά πρέπει να ξαναχτίσουμε το ίδιο το παρελθόν».

«Είμαι κι εγώ ερείπιο σαν και τούτη εδώ την πόλη. Και, σαν τούτη την πόλη, δεν έχω ακόμα εκπληρώσει την αποστολή μου».

Κάτι άρχισα να θυμάμαι… Ο εαυτός μας είναι μια πόλη που θα καταστραφεί και θα ξαναχτιστεί. Σε όλες τις πόλεις το ίδιο συμβαίνει. Σαν να τις έχει καταραστεί μια άσχημη γριά μάγισσα.

Μερικές πόλεις έχουν τεμπέλη δήμαρχο. Βαριέται να ασχοληθεί και η πόλη αφανίζεται.
Οι περισσότερες έχουν εργατικούς δημάρχους. Ξανακτίζουν, ξαναχαλάει, ξανακτίζουν, ξαναχαλάει…
Και οι πιο τυχερές έχουν δήμαρχο αρχιτέκτονα. Καθαρίζει την πόλη και τολμά να μελετήσει τα προηγούμενα σχέδια. Σφίγγει τα δόντια και βλέπει τις βλακείες που έχει κάνει. Ντρέπεται. Κι όταν συνέλθει, στον ίδιο χώρο, φτιάχνει μια καινούργια λαμπερή πόλη.
Αν με ξαναρωτήσει τι έχω καταλάβει από «Το Πέμπτο Βουνό» τι να πω; Για αρχιτεκτονικά σχέδια, δημάρχους και πόλεις;

Ή μήπως να πω την αλήθεια; Πως ακόμα μια φορά βρίσκομαι στα αποκαΐδια της Πόλης μου; Πως δεν θέλω να πεθάνω αλλά ούτε και να ζήσω;

Ή μήπως να πω ότι έμαθα να μην φοβάμαι πια; Ότι πιστεύω στο καλύτερο και ονειρεύομαι την πανέμορφη πόλη που θα χτίσω αυτή τη φορά!

Κι αν ρωτήσει πως είμαι τόσο σίγουρη;

Τότε θα πω… το μυστικό μου. Ξέρω πως με αγαπά ο Θεός. Είναι πάντα κοντά μου. Στις χαρές μου χαμογελάει με ένα αεράκι. Όταν είμαι λυπημένη μου στέλνει τη βροχή να με αγκαλιάσει. Και όταν η Πόλη μου γίνει συντρίμμια τότε μου στέλνει μηνύματα… Πριν μερικά χρόνια μου έστειλε ένα «άγγελο» με ξανθά μαλλιά να με προστάξει: Διάβασε «Το Πέμπτο Βουνό».
Και σήμερα ψίχουλα λέξεων …και ένα άλλο απορημένο άγγελο…

Πεταλούδες κι όνειρα

Μια φορά κι ένα καιρό
άρχισα να κάνω βόλτες
σ' αυτό το περιβόλι
που λέγεται κόσμος.
Κρατούσα πάντα μαζί μου
το αγαπημένο κόκκινο τριαντάφυλλο
που πάντα λέει σ' αγαπώ.
.
Συνήθιζα να γυροφέρνω στον κάμπο
να κυνηγώ πεταλούδες
κι όνειρα μαζί.
Αυτές πετούσαν τριγύρω μου
κάθονταν πότε σ' ένα ζουμπούλι,
πότε σ' ένα ανθισμένο γιασεμί,
ή σε μια γελαστή μαργαρίτα
που πάντα λέει σ' αγαπώ.
.
Και τα όνειρα μαζί τους,
μιμήθηκαν τον τρόπο τους.
Πότε σεργιάνιζαν σε ένα ολοκόκκινο δειλινό,
πότε σε μια ματιά,
Σ' ένα χαμόγελο
Ή μια ζεστή αγκαλιά
που πάντα λέει σ' αγαπώ.
.
Κι εγώ ζαλισμένη,
παρακολουθούσα το πέταγμά τους,
προσπαθούσα να τις τσακώσω.
Αυτές, μαζί με τα όνειρα.
Και μου έμενε πάντα η οπτασία
μια ζεστή μελαγχολία
που πάντα λέει σ' αγαπώ.
.
Και τότε σταμάτησα να κυνηγώ τις πεταλούδες
και τα όνειρα.
Κάθισα εκεί, κάτω από το πεύκο
Δίπλα στο ρυάκι
Με ένα βάζο μέλι στα χέρια
Ένα μικρό στρογγυλό κομμάτι κερήθρα
για καρδιά
Και δυο μάτια μελιά
που πάντα λένε σ' αγαπώ.
.
Και γέμισε ο κόσμος όλος με ζαλισμένες πεταλούδες
και μεθυσμένα όνειρα.
Όλα γύρω μου
πετούσαν τριγύρω μου.
Και τότε έγινε αυτό
που έψαχνα τόσο καιρό.
Γέμισα με γλυκές στιγμές
που πάντα λένε σ' αγαπώ!