Την είδα απόψε στη βεράντα. Κάτω από τα κλαδιά των γιασεμιών.
Με φώναξε, μου χαμογέλασε. Δεν κοίταξα το πρόσωπό της. Μόνο την σαξ μπλούζα της. Ταίριαζε τόσο με τα γκρι μαλλιά της. Κι όμως ήταν ένας παράξενος συνδυασμός. Δεν έκανε αντίθεση το νεανικό σαξ με το γκρι μαλλί. Αντίθετα. Το λευκό στα μαλλιά ήταν τα κύμματα, τα κύμματα που έφυγαν από τη θάλασσα που έκρυβε η καρδιά της και ξεχύθηκαν στο κεφάλι της. Το αγκάλιασαν και το φίλησαν κι έμειναν εκεί να κυμματίζουν στο απαλό μεταξένιο δέρμα του προσώπου της.
Είναι άνθρωποι που όσα κι αν έχουν περάσει, όσο κι αν μεγάλωσαν, όσες πίκρες κι αν πέρασαν από τον νου, δεν έχουν αγγίξει την καρδιά τους. Και σε ετούτο το δέρμα δεν άγγιξαν. Γλίστρησαν κι έφυγαν. Σαν κάτι ξένο.
Έμεινε η αγάπη που λάμπει στα μάτια, το δέρμα, το χαμόγελο. Σε όλη την παρουσία της.
Ασύλλυπτο. Αυτή την λέξη άκουσα απόψε. Την κράτησα. Μαζί με την αίσθηση της φωνής της.
Άκουγα. Σιώπησα κι άκουγα. Και ο μόνος ήχος που μου έμεινε ειναι η φωνή της. Η απαγγελία. Τα ελάχιστα λόγια που έχουν ειπωθεί με τόση ευγένεια, προσοχή κι αγάπη.
Ψάχνουμε να βρούμε την αλήθεια. Απόψε; Την βρήκα στην αγάπη της. Θάθελα όλο το βράδυ να το περνούσα γονατιστή στο πλάι της. Να έγερνα το κεφάλι στη ποδιά της και να μου απάγγελνε.
Να άφηνε ένα σποράκι από την αγάπη της, στη δική μου καρδιά. Να ανθίσει.... να γιομίσει μυρωδιές γλυκιές, λυτρωτικές, πανάγιες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου