Μπήκα στην αίθουσα του θεάτρου. Ανυπομονούσα να απολαύσω το μπαλέττο... την κοιμωμένη καλλονή. Κρατούσα το εισητήριο στα χέρια. Θυμόμουν τη θέση.
- Μια θέση σε παρακαλώ, είχα πει στον εισπράκτορα πριν λίγες μέρες.
- Χμμμ που να σε βάλω... Να μια εδώ στη σειρά 10 στη γωνιά.
Ενόχλησα λίγο και πέρασα στην γωνιά.
- Καλησπέρα, είπε εκείνη η κυρία.
- Καλώς την...
- Καλησπέρα απάντησα κι έμεινα να την κοιτώ.
Ήταν γύρω στα 70 ίσως και περισσότερο. Τα γκρίζα μαλλιά της ήταν πιασμένα πίσω. Συγυρισμένα. Φορούσε ένα καφέ ταγέρ και στο λαιμό είχε ένα λουλουδάτο καφέ-πορτοκαλί σάλι. Τα γυαλιά της έδιναν ένα σοφιστικέ στυλ στο πρόσωπό της.
- Έχεις έρθει παρέα με την κοπέλα που πέρασε στην μπροστά θέση; ρωτούσε και με κοίταζε σαν 5χρονο κοριτσάκι.
- Όχι, της είπα. Ήθελα να απολαύσω το θέαμα και ήρθα μόνη.
Πιάσαμε την κουβέντα. Τελικά η συναξιοδότηση ίσως να μην είναι και τόσο ήρεμη εποχή να ζήσει κανείς. Γεμάτος ο χρόνος της σαν το δικό μου. Υποχρεώσεις, καθημερινότητα, ρουτίνα και χίλιες δυο απασχολήσεις για να καλύψει την άδεια αγκαλιά.
- Μένω μόνη μου, μου είπε, κι έτσι όλο στο τρέξιμο είμαι. Να μην βαριέμαι....
Την κοιτούσα. Έμοιαζε τόσο γνώριμη αν και δεν την είχα ξαναδεί στα σίγουρα.
Το θέαμα άρχισε. Απορροφηθήκαμε. Οι χορευτές μας μάγεψαν. Σαν νεράιδες.
Θυμήθηκα πάλι τον Κούντερα.
- Η τέχνη του χορευτή είναι η ζωή του.
Τα σώματα δεν ήταν σώματα. Μεταμορφώθηκαν σε έργα τέχνης. Λες και τα σκάλισε το χέρι ενός ακούραστου γλύπτη. Λες και τα χαμόγελα ήταν ζωγραφισμένα με μαεστρία από την τόσο γλυκιά ζωγράφο.
Η κοιμωμένη καλλονή μας ταξίδεψε στο όνειρό της.
Άραγε πόσες καλλονές κοιμούνται ακόμα στη ψυχή μας; Πόσα χτυποκάρδια έχουν σταματήσει στο τσίμπημα μιας βελόνας;
Ο χρόνος σταμάτησε. Κοιμήθηκα μαζί με το βασίλιο για 100 χρόνια.
Κι όταν ο πρίγκηπας φίλησε τη βασιλοπούλα, ξύπνησα.
Έφτιαξα τα γυαλιά μου, ίσιωσα το καφέ-πορτοκαλί σάλι στο λαιμό μου, πήρα τη βαριά τσάντα μου και έσυρα τα πόδια μου σιγά σιγά για το σπίτι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου