Η
λυγερή
Μέσα στα μάθκια, είδα την, φωτίστηκεν ο νους μου.
Εν άντζελος! Eν σίουρο! Εν που τους ουρανούς
μου!
Έμεινα σαν τον παλαβό, το άγιο φως να χάσκω,
έλιωνα, όπως το τζιερί, ρε φίλε μου, Παράσκο!
Τζιαι σαν μου χαμογέλασεν, έμοιαζεν με τον ήλιον.
Άνοιξεν η καρτούλλα μου, λαλώ σου, φύλλον, φύλλον.
Με τ’ απαλό σιερούιν της, φτερόν της πεταλούδας,
έντζησεν πας
τον ώμον μου, τζιαι εξυπνήσαν ούλλα!
Που τζείν’ την ώραν εν θωρώ, με πίσω μου, μ’ ομπρός
μου.
Το πάθος τζιαι ο έρωτας, εγίνασιν οχτρός μου.
Εν σιουρκάζουμαι, εν πνάζω, αμάνταν εν’ βρίσκω
για τζείνα τα σιηλούθκια της, εγιώνι, πελλανίσκω.
Μερόνυχτα, παρακαλώ, για ‘ναν φιλίν δικόν της,
τζιαι σαν τον κάττον τριγυρνώ, μέσα εις το χωρκόν
της.
Δως μου τζιαι ‘μέν’ του δύσμοιρου, έναν φιλούιν τόσο,
Τζι’ έσιεις τον λόον μου εγιώ, εν να τ’ ανταποδώσω!
Μα τούτ’ εν πολλοπάητη, με την φωθκιάν μου παίζει,
χαμογελά μου νακκουρίν, τζιαι πάει στο λαβέζι.
Να φύω νεύκει μου κρυφά : «Φωνάζει η μανά μου»,
μα πριν την πόρτα κλείσει την, γλυκά, μιτσοκαμμά
μου.
Για λλόου της παραμιλώ, με τρώω πιον, με πίνω.
Που το πολλίν το τέρτι μου, μισός πιον εν να μείνω.
Φοούμαι το μαράζιν μου, τούτον μεν με σκουλλήσει,
τζιαι χάσω τον αέραν μου, αν δεν μ’ ακολουθήσει.
Άξιππα, μπαίν’ η μάνα μου, δοξάζω το Θεό μου!
Τζι’ είδεν με, μες τα σκοτεινά, να πέφτω μανιχό μου.
«Σήκου πάνω! Τάραξε!
Μα πού εν οι αδρωπιές σου;
Πε της, εν να την παντρευτείς! Άτε! Με τες ευτζιές μου!»
Έτσι, επήα τζιαι έκαμα, τζι’ άφηκα το γινάτι.
Σε θκυο μήνες επήρα την, που να μου ‘φκει το μάτι!
Που τότε ‘ν διά παμόν, έφαν με που το μουρμουρκόν.
Τζιαι εμένα, πιον με έκαμεν, που μάστρον ,
μισταρκόν!
(C) Νεράιδα
Το πιο πάνω ποίημα που το μοιράζομαι για να γελάσετε,
όπως γέλασα εγώ όταν το έγραφα!
Διακρίθηκε με έπαινο στον 2ο Πανελλήνιο διαγωνισμό συγγραφής που διοργανώθηκε από τους Πνευματικούς Ορίζοντες - Εφαλτήριο Λόγου, Τέχνης και Πολιτισμού Λεμεσού στην κατηγορία Κυπριακή Ποίηση!
1 σχόλιο:
Συγχαρητήρια αγαπητή Όλγα! Ω ναι, από τους ουρανούς σου!
Δημοσίευση σχολίου