Σηκώθηκε αναμαλλιασμένη από το κρεβάτι. Φορούσε το μωβ σατέν νυχτικό της, λίγο
τριμμένο κάτω από τις μασχάλες, μα της άρεσε ακόμα.
Μωβ χρώμα, μαγικό, θηλυκό, ατίθασο.
Άνοιγε τα συρτάρια. Ανακάτευε. Τα σημειωματάρια έπεφταν στο πάτωμα, τα κοσμήματα στις καρέκλες, οι χτένες στο κρεβάτι.
Άνοιξε το ερμάρι. Έψαξε με μανία στη γωνιά του ερμαριού. Βρήκε την πλαστική σακούλα και την τράβηξε έξω. Το έβγαλε από μέσα. Το μύρισε. Το φίλησε. Το κράτησε αγκαλιά. Το έσφιξε πάνω της. Ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο. Έκλεισε τα μάτια. Γλίστρησε στο πάτωμα. Παραμιλούσε, γρύλιζε, βογκούσε, επαναλάμβανε με μανία το όνομά του.
Έτρεμε. Σίγουρα θα ‘χε πυρετό. Κουλουριάστηκε στη γωνιά. Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει από τον πόνο. Και τα αυτιά της βούιζαν.
Δεν θυμόταν πότε έχασε τον έλεγχο.
Χόρευε. Χοροπηδούσε στο ρυθμό. Ακολουθούσε τα τραγουδάκια, τα χαζοτράγουδα όπως τα έλεγε άλλοτε. Και διασκέδαζε. Μονοτονία, λέξεις κούφιες, παραφωνίες, επιφάνεια.
Άντρες γύρω της. Όχι μόνο. Αλλά ωραίοι άντρες. Σαν ψεύτικες μάσκες της φαίνονταν τα πρόσωπά τους. Κι από αντρισμό μηδέν. Το έβλεπε καθαρά στο βλέμμα τους. Της ερχόταν να τους τρομάξει. Να αναμετρηθεί μαζί τους σαν αμαζόνα. Να κοντράρει το χρυσό της αφεντιάς της με τη μιζέρια τους. Μα τους λυπόταν.
Κι εκεί που άναβε ακόμα ένα τσιγάρο, τον είδε.
Σηκώθηκε. Τρίκλιζε μέσα στο πλήθος. Έσπρωχνε. Έσπασε πιάτα, ποτήρια, στο πέρασμά της.
Όσο τον πλησίαζε τόσο τον έχανε. Το club ήταν γεμάτο κόσμο, διασκέδαση, γενέθλια, αγκαλιές, χορός, έρωτες, φλερτ, χαζά βλέμματα, άδεια ποτήρια, καπνός, φωνές, χαρτομάντιλα να πετάνε. Άντρες χωμένοι στη ναφθαλίνη να χορταίνουν το μάτι τους. Γυναίκες βουλιαγμένες στην κυτταρίτιδα να γλεντάνε κουνώντας τα κορμιά τους. Γραμμωμένοι νεαροί. Κοριτσάκια με μίνι και ξώβυζα. Κι αυτός πουθενά! Ποτέ!
Σωριάστηκε στο σκαμπό της. Έπινε. Κάπνιζε. Και η αλήθεια φανερώθηκε.
Έβγαλε το μωβ νυχτικό και το πέταξε στο κρεβάτι. Και φόρεσε το ρούχο που κρατούσε τόση ώρα στα χέρια της.
Κοιτάχτηκε καλά στον καθρέφτη. Είδε τα μάτια της. Τα μισούσε. Είχαν γίνει άδεια κι άχαρα.
Πήρε τα κλειδιά από την τσάντα της. Μπήκε στο αμάξι. Πάτησε το CD player.
«Να κοιμηθούμε αγκαλιά
Ήξερε τη διαδρομή. Την είχε μετρημένη χιλιάδες φορές. Ελεγμένη.
«... πως κάποιος άλλος Τεύκρος,
Μωβ χρώμα, μαγικό, θηλυκό, ατίθασο.
Άνοιγε τα συρτάρια. Ανακάτευε. Τα σημειωματάρια έπεφταν στο πάτωμα, τα κοσμήματα στις καρέκλες, οι χτένες στο κρεβάτι.
Άνοιξε το ερμάρι. Έψαξε με μανία στη γωνιά του ερμαριού. Βρήκε την πλαστική σακούλα και την τράβηξε έξω. Το έβγαλε από μέσα. Το μύρισε. Το φίλησε. Το κράτησε αγκαλιά. Το έσφιξε πάνω της. Ακούμπησε την πλάτη στον τοίχο. Έκλεισε τα μάτια. Γλίστρησε στο πάτωμα. Παραμιλούσε, γρύλιζε, βογκούσε, επαναλάμβανε με μανία το όνομά του.
Έτρεμε. Σίγουρα θα ‘χε πυρετό. Κουλουριάστηκε στη γωνιά. Το κεφάλι της πήγαινε να σπάσει από τον πόνο. Και τα αυτιά της βούιζαν.
Είχε πιει πολύ το προηγούμενο βράδυ.
- - Δυο ποτά.
Μόνο τόσο πίνω. Δύο. Μετά λέω αλήθειες, χαριτολογούσε συνήθως.
Δεν θυμόταν πότε έχασε τον έλεγχο.
Χόρευε. Χοροπηδούσε στο ρυθμό. Ακολουθούσε τα τραγουδάκια, τα χαζοτράγουδα όπως τα έλεγε άλλοτε. Και διασκέδαζε. Μονοτονία, λέξεις κούφιες, παραφωνίες, επιφάνεια.
Άντρες γύρω της. Όχι μόνο. Αλλά ωραίοι άντρες. Σαν ψεύτικες μάσκες της φαίνονταν τα πρόσωπά τους. Κι από αντρισμό μηδέν. Το έβλεπε καθαρά στο βλέμμα τους. Της ερχόταν να τους τρομάξει. Να αναμετρηθεί μαζί τους σαν αμαζόνα. Να κοντράρει το χρυσό της αφεντιάς της με τη μιζέρια τους. Μα τους λυπόταν.
Κι εκεί που άναβε ακόμα ένα τσιγάρο, τον είδε.
Τον είδε! Ήταν σίγουρη ότι τον είδε. Τα μάτια του έλαμπαν. Σαν τότε στη
Λάρισα. Το ύφος του ήταν σοβαρό. Σαν τότε που έδιναν όρκους κάτω από τα ιερά
Μετέωρα, περασμένες 12 το βράδυ. Άκουε
τη φωνή του. Το γέλιο. Την αγάπη του.
Σηκώθηκε. Τρίκλιζε μέσα στο πλήθος. Έσπρωχνε. Έσπασε πιάτα, ποτήρια, στο πέρασμά της.
Όσο τον πλησίαζε τόσο τον έχανε. Το club ήταν γεμάτο κόσμο, διασκέδαση, γενέθλια, αγκαλιές, χορός, έρωτες, φλερτ, χαζά βλέμματα, άδεια ποτήρια, καπνός, φωνές, χαρτομάντιλα να πετάνε. Άντρες χωμένοι στη ναφθαλίνη να χορταίνουν το μάτι τους. Γυναίκες βουλιαγμένες στην κυτταρίτιδα να γλεντάνε κουνώντας τα κορμιά τους. Γραμμωμένοι νεαροί. Κοριτσάκια με μίνι και ξώβυζα. Κι αυτός πουθενά! Ποτέ!
Σωριάστηκε στο σκαμπό της. Έπινε. Κάπνιζε. Και η αλήθεια φανερώθηκε.
« Έχω πεθάνει για σένα...
Έχω πεθάνει για
σένα »
Κουλουριάστηκε ακόμα περισσότερο στο πάτωμα. Δεν θυμόταν πως βρέθηκε σπίτι. Ποιοι από τους φίλους της την έφεραν.
Έβγαλε το μωβ νυχτικό και το πέταξε στο κρεβάτι. Και φόρεσε το ρούχο που κρατούσε τόση ώρα στα χέρια της.
Κοιτάχτηκε καλά στον καθρέφτη. Είδε τα μάτια της. Τα μισούσε. Είχαν γίνει άδεια κι άχαρα.
Πήρε τα κλειδιά από την τσάντα της. Μπήκε στο αμάξι. Πάτησε το CD player.
«Να κοιμηθούμε αγκαλιά
Να μπερδευτούν τα όνειρά μας»
Ήξερε τη διαδρομή. Την είχε μετρημένη χιλιάδες φορές. Ελεγμένη.
- Η μόνη
διέξοδος. Η ασφάλεια μου.
Πάτησε γκάζι. 100…
120… 140… 160…
Πάτησε κι άλλο. Ένιωθε την ένταση, την έκσταση.
Γύρισε με μαεστρία το τιμόνι.
Σίδερα στο σώμα. Πόνος. Κάρφωμα στην καρδιά. Υγρό ζεστό στο σώμα… σιωπή….
-
- Άγνωστα τα αίτια του νέου θανατηφόρου δυστυχήματος.
- Άγνωστα τα αίτια του νέου θανατηφόρου δυστυχήματος.
Γυναίκα βρέθηκε νεκρή στο αυτοκίνητό της,
το οποίο για
άγνωστους λόγους παρέκκλινε της πορείας του, πέρασε πάνω
από τη γέφυρα και καρφώθηκε σε παρακείμενο λόφο.
άγνωστους λόγους παρέκκλινε της πορείας του, πέρασε πάνω
από τη γέφυρα και καρφώθηκε σε παρακείμενο λόφο.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η γυναίκα ήταν
ολόγυμνη.
Φορούσε μόνο ένα μωβ ξεκούμπωτο αντρικό πουκάμισο.
Και στο λαιμό είχε μια χρυσή στραπατσαρισμένη καρδιά.
Φορούσε μόνο ένα μωβ ξεκούμπωτο αντρικό πουκάμισο.
Και στο λαιμό είχε μια χρυσή στραπατσαρισμένη καρδιά.
Η αστυνομία συνεχίζει τις έρευνές της
χρησιμοποιώντας δείγματα
DNA που βρέθηκαν στο πουκάμισο για να διαλευκάνει την υπόθεση.»
DNA που βρέθηκαν στο πουκάμισο για να διαλευκάνει την υπόθεση.»
«... πως κάποιος άλλος Τεύκρος,
ύστερα από
χρόνια,
ή κάποιος Αίαντας
ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή Πρίαμος ή Εκάβη
ή κάποιος
άγνωστος
, ανώνυμος που ωστόσο
, ανώνυμος που ωστόσο
είδε ένα
Σκάμαντρο
να ξεχειλάει κουφάρια,
να ξεχειλάει κουφάρια,
δεν το ‘χει μες
στη μοίρα του
ν’ ακούσει μαντατοφόρους
που έρχουνται να πούνε,
ν’ ακούσει μαντατοφόρους
που έρχουνται να πούνε,
πως τόσος πόνος,
τόση ζωή πήγαν στην άβυσσο
για ένα πουκάμισο
αδειανό,
για μιαν Ελένη. »
για μιαν Ελένη. »
Γιώργος Σεφέρης.
Dedicated
to His Twistedness, as promised.